- εργοπόνος
- ἐργοπόνος, ὁ (AM)1. αυτός που εκτελεί χειρωνακτική ή κοπιαστική εργασία (γεωργός, αλιεύς, κυνηγός)2. (για τον Χριστό ως Υιό και Λόγο τού Θεού) ο δημιουργόςαρχ.ως επίθ. εργατικός, φιλόπονος.[ΕΤΥΜΟΛ. έργον + πόνος «κόπος»].
Dictionary of Greek. 2013.